απόσταγμα, το
Ερμηνεία:
Απόσταγμα είναι το προϊόν της εξάτμισης ενός υγρού εκχυλίσματος, η μετατροπή του σε σκόνη και η λειοτρίβισή του με γαλακτοσάκχαρο.
Ετυμολογία:
[(L) abstrahο, π.μ. abstractus αποσπώ, αφαιρώ, to drow away]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Φαρμακολογία:
|